- ἐπιτάφιος
- ἐπιτάφιοςovermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… … Dictionary of Greek
επιτάφιος — α, ο 1. που βρίσκεται πάνω ή κοντά στον τάφο, ο επιτύμβιος: Επιτάφια στήλη. 2. που γίνεται στον ενταφιασμό, επικήδειος, νεκρώσιμος: Επιτάφιος λόγος. 3. το αρσ. ως ουσ., επιτάφιος, α. η ακολουθία της κήδευσης του Ιησού, που ψάλλεται τη Μεγάλη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτάφιον — ἐπιτάφιος over masc/fem acc sg ἐπιτάφιος over neut nom/voc/acc sg ἐπιταφέω to be present at a funeral imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπιταφέω to be present at a funeral imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭПИТАФИЯ — • Έπιτάφιος (т. е. λόγος), надгробная речь; так называлась в Афинах особенно речь, которую произносил назначенный государством оратор во время торжественного погребения павших в славном бою за отечество. Это публичное прославление… … Реальный словарь классических древностей
ἐπιταφίοις — ἐπιτάφιος over masc/fem/neut dat pl ἐπιταφέω to be present at a funeral pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταφίου — ἐπιτάφιος over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταφίους — ἐπιτάφιος over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταφίων — ἐπιτάφιος over masc/fem/neut gen pl ἐπιταφέω to be present at a funeral pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταφίῳ — ἐπιτάφιος over masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάφια — ἐπιτάφιος over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)